- ευκολία
- η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος]η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» — ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.)νεοελλ.1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση, εξυπηρέτηση («το κατάστημα κάνει ευκολίες στους πελάτες του»)2. φρ. «έχει την ευκολία του» — έχει αρκετούς χρηματικούς πόρους, ευπορεί3. στον πληθ. οι ευκολίεςανέσεις, αφθονία χρειωδών, ευχέρειες χρήσεως («το σπίτι έχει πολλές ευκολίες»)μσν.-αρχ.1. επιπολαιότητα, αυθορμητισμός2. (για ψυχική διάθεση) καλή διάθεση, φιλοφροσύνη, ευχαρίστηση(«βουλόμενος εὐκολίαν ἐπιδείκνυσθαι καὶ φιλοφροσύνην», Πλούτ.)αρχ.1. το να είναι κάποιος εύκολος στα σχετικά με την τροφή («τῆς δἐ περὶ τὴν δίαιταν εὐκολίας», Πλούτ.)2. (για το σώμα) ελαφρότητα και ευχέρεια στην κίνηση, ευκινησία3. προσαρμοστικότητα, ευπείθεια, υπακοή4. τάση, προδιάθεση5. καλή κατάσταση6. σαφήνεια στη διδασκαλία7. αστάθεια, έλλειψη ισορροπίας8. ευφράδεια, καλλιέπεια.
Dictionary of Greek. 2013.